υγεία

υγεία
Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη θεά, της οποίας η λατρεία, το 420 π.Χ., περίπου, διαδόθηκε και στην Αθήνα. Η Y., κατά τη μυθολογία, ήταν σύζυγος ή κόρη του Ασκληπιού από την Ηπιόνη, αδελφές της δε ήταν η Πανάκεια, η Ιασώ και η Ακησώ (Ασκληπιάδες). Εκτός από την Αθήνα, τη λάτρευαν και σε άλλες πόλεις, όπως στις Θεσπιές, την Ελάτεια, τα Μέγαρα, την Κόρινθο και το Άργος. Οι καλλιτέχνες την εικόνιζαν από τον 5o π.Χ. αι. με τη μορφή νέας γυναίκας. Αργότερα υιοθέτησαν ως σύμβολό της το φίδι. Η θεά Υγεία προσφέρει τροφή σ’ ένα εξημερωμένο φίδι. Πολλοί ναοί της Υγείας στην αρχαία Ελλάδα, τρέφανε εξημερωμένα φίδια ως σύμβολο της θεάς.
* * *
η / ὑγεία, ΝΜΑ, και (υ)γειά Ν, και ὑγίεια ΜΑ, και αττ. τ. ὑγιεία και σε επιγρ. ὑγίεα και ιων. τ. ὑγείη και δ. τ. ὑγεῑα και βοιωτ. τ. οὑγία, Α
η φυσιολογική κατάσταση τού οργανισμού και, ειδικότερα, η άρτια λειτουργία τών διαφόρων οργάνων και μερών τού σώματος τού ανθρώπου και τών ζώων, πλήρης σωματική και ψυχική ευεξία
νεοελλ.
1. ιατρ. κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς απουσία νόσου ή αναπηρίας
2. (νομ.) έννομο αγαθό τού προσώπου, χαρακτηριστικό τής ευεξίας που τού παρέχει η αίσθηση τής αποτελεσματικής ανταπόκρισης τών σωματικών, ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών του στα ερεθίσματα τού φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του
3. ως κύριο όν. η Υγεία
αστρον. ονομασία αστεροειδούς που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1849
4. φρ. α) «δημόσια υγεία»
(κοινων.) η υγεία τού πληθυσμού μιας χώρας, τής οποίας η περιφρούρηση αποτελεί ένα από τα βασικότερα μελήματα τού κράτους
β) «εις υγείαν» και «στην υγειά σας!» — ευκτήρια προσφώνηση ενός που πίνει προς εκείνους που τού προσέφεραν το ποτό ή προς αυτούς που πίνουν μαζί του
ε) «με τις υγείες σου [ή σας]»
i) ευχή σε κάποιον που μόλις έφαγε ή μόλις ήπιε
ii) ευχή σε άτομο που μόλις φταρνίστηκε
iii) (με ειρωνική σημ.) λέγεται για κάποιον που απέτυχε στην προσπάθεια του για κάτι
στ) «με υγείες» και «με γεια» — ευχή σε κάποιον που μόλις απέκτησε κάτι καινούργιο
ζ) «γεια σου!» και «γεια σας!» — τύπος χαιρετισμού ή ευχή σε συνάντηση ή κατά τον ερχομό ή την αναχώρηση κάποιου ή κάποιων
η) «έχετε γεια» — και «γεια χαρά!» αποχαιρετιστήριες φράσεις
θ) «γεια στα χέρια σου [ή σας]!» — φράση προς κάποιον που έκανε κάτι το αξιόλογο, συνήθως για νόστιμο έδεσμα
μσν.-αρχ.
φαρμακευτικό σκεύασμα και, γενικότερα, θεραπευτικό μέσο
αρχ.
1. θεραπεία
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) είδος πίτας το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά τις θυσίες
3. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός έξι
4. στον πληθ. αἱ ὑγίειαι
υγιεινές καταστάσεις («πρὸς γὰρ ὑγιείας καὶ νόσους, ἀρετὰς καὶ κακίας», Πλάτ.)
5. ως κύριο όν. Ὑγίεια
μυθ. θεά, προσωποποίηση τής υγείας τού σώματος και τής ψυχής, σύζυγος ή κόρη τού Ασκληπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής. Ο τ. ὑγεία που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική απαντά ήδη και στους μτγν. και ελληνιστικούς χρόνους (για την εναλλαγή αυτή πρβλ. ταμ-ιεῖον: ταμ-εῖον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑγεία — ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc/acc dual ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc/acc dual (ionic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείᾳ — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγεία — υγεία, η και υγειά, η και γεια, η η φυσική (φυσιολογική) κατάσταση του οργανισμού, η αρτιότητα των σωματικών λειτουργιών, η αρτιμέλεια, η σωματική ευεξία: Γεια σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγειά — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • ὑγείας — ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem acc pl ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem gen sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem acc pl (ionic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείαι — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγείαν — ὑγείᾱν , ὕγειος sound fem acc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱν , ὑγεία fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγειῶν — ὑγεία fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγεῖαι — ὑγεία fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”